Κοντεύει η ώρα να ευχηθούμε να πάει στο καλό ο πρώην και να'ρθει ο επόμενος.
Όχι ο γκόμενος καλέ, ο νέος χρόνος. Ο δύο χιλιάδες δέκατος τέταρτος, μεγάλη η χάρη του. Και πού να πήγαν άραγε οι 2013 προηγούμενοι; Πού πάει οτιδήποτε περνάει και χάνεται; Όλες οι στιγμές του παρελθόντος μας πού πάνε; Πού πάνε οι μνήμες μας; Πού πάνε τα παλιά τα όνειρά μας; Πού πάνε οι άνθρωποι που φεύγουνε για αλλού; Για άλλους πλανήτες; Για άλλους γαλαξίες; Που είναι αυτό που πια δεν είναι ορατό, δεν είναι τωρινό, δεν είναι απτό; Πού είναι αυτό που πια δεν είναι εδώ;
Άγιε μου Βασίλη,
εσύ που είσαι άγιος κι αιώνιος,
κι ακούς σ' όλες τις γλώσσες κι είσαι πάντα και παντού,
χάρη σού ζητώ, μάθε με σε παρακαλώ να δέχομαι και να αγαπώ όσα είναι και δεν είναι. Μάθε με να μ' αγαπώ για όσα είμαι και δεν είμαι. Μάθε με στην αγάπη δίχως φόβο.
Έτσι όπως μετράν τα τελευταία λεπτά ενός κύκλου 365 ημερών και κάνω προς τα μέσα μου να δω ποια είμαι και τι κάνω, βλέπω πως όταν σχετίζομαι εξ αποστάσεως νιώθω ασφαλής. Δείχνω άνετη, χαλαρή και "βολεμένη". Έχω τη δύναμη και τον έλεγχο της απόστασης. Μα μόλις η απόσταση γεφυρωθεί, κι η σχέση γίνει σύνδεση, εκεί να δεις το πανηγύρι των φόβων που στήνω εντός μου! Αρχίζουνε τα χτυποκάρδια, οι εκνευρισμοί, γίνομαι μια σταλιά μικρή κι αδύναμη, ένα κουβάρι γίνομαι που μπερδεύεται, ανακατεύεται, χάνει τον έλεγχο, και δεν πιστεύει τίποτε. Για όλα αμφιβάλλω εκτός απ' την αναμονή του τέλους: "Τώρα θα μου'ρθει, τώρα θα μου'ρθει...τώρα. Δε θα κρατήσει για πολύ, δε γίνεται. Θα γίνω γκρινιάρα, φωνακλού, πιεστική κι οι άλλοι φυσικά θα κουραστούν, θα βαρεθούν, κάτι καλύτερο θα βρουν, κάτι πιο ήσυχο και πιο νορμάλ και θα την κάνουνε. Κι εγώ θα μείνω μόνη μου να κλαίω."
Κι έτσι επιλέγω να ανοίγω τις βαλβίδες ασφαλείας μου και να κλείνω τις σχέσεις μου. Επελέγω να κλαίω μόνη μου όχι γι' αυτό που έχασα, αλλά γι' αυτό που δεν υπάρχει. Να κλαίω για ένα ιδανικό, για ένα όνειρο, για μια απουσία. Όχι για μια απόρριψη. Είναι αυτό αγάπη;
Πριν από δεκαέξι χρόνια είδα ένα όνειρο.
Ήμασταν, λέει, σε αγώνα δρόμου, εγώ κι η αδερφή μου, με τέρμα ένα άσπρο σπίτι, και το έπαθλο ήταν ένας άντρας που μας περίμενε στο σπίτι αυτό.
Και φτάνω πρώτη εγώ. Λαχανιασμένη, αποκαμωμένη γυρίζω το πόμολο και μπαίνω στο άδειο σπίτι, κλείνω την πόρτα πίσω μου και προχωρώ."Τα κατάφερα"!
Μπαίνω σε ένα δωμάτιο να βρω τον άντρα και τον βρίσκω ξαπλωμένο με τα μάτια κλειστά. Είναι νεκρός. Κοκκαλώνω. "Νεκρός; Τόσος αγώνας γιατί; Για ποιον έτρεχα εγώ τόση ώρα; Και τώρα;"
Τώρα δεν έχει νόημα να συνεχίσω να ζω, σκέφτομαι. Θα ξαπλώσω δίπλα του να πεθάνω.
Και κάνω δίπλα του να δω, και βλέπω το παιδικό μου κρεβατάκι με τα άσπρα καγκελάκια. Μπαίνω μέσα να ξαπλώσω, κι είμαι πια γριά στα μαύρα, με ζαρωμένο πρόσωπο. Κι όπως σηκώνω το χέρι να σβήσω το φως..."Όχι ακόμη", λέω και σηκώνομαι. "Όχι ακόμη. Θα έρθει κόσμος. Θα δει. Πρέπει να ξέρει τι έγινε και γιατί."
Και πιάνω ένα χαρτί να γράψω. Και γράφω, και κλαίω, κι όπως πέφτουνε τα δάκρυα στο χαρτί, σβήνει γραμμή γραμμή όλο το γράμμα, όλα τα "γιατί" αυτών που έγιναν. Όλα εκτός από το τελευταίο. "Για να μάθω να αγαπώ!" γράφω στο τέλος , κι αυτό μένει καθαρό.
Ακουμπώ το χαρτί στο στήθος του άντρα και κάνω να ξαπλώσω τον ύπνο του θανάτου.
Και ξυπνώ.
Άγιε μου Βασίλη,
εφέτος ένα δώρο θέλω μόνο, αλλά με αλκαλική μπαταρία διάρκειας ζωής!
Βόηθα με να μάθω να αγαπώ και κέρασμά σου όλη η βασιλόπιτα κι άλλες τόσες!
Βασιλόπιτα
από το Στέλιο Παρλιάρο
Μια βασιλόπιτα που φούσκωσε, θέριεψε και σπόρπισε στο σπίτι μυρωδιές κι αρώματα που αδύνατον να αποτυπώσω στο χαρτί
260 γρ. πορτοκάλι πούλπα
250 γρ. λιωμένο βούτυρο
400 γρ. ζάχαρη
500 γρ. αλεύρι
5 αυγά
13 γρ. μπέκιν πάουντερ
1/2 κ.γ κανέλλα
1/4 κ.γ γαρύφαλλο
Ε(χ)τέλεση
Παίρνουμε 2-3 πορτοκάλια, τα πλένουμε και τα βράζουμε για μία ώρα. Τα κόβουμε σε κομμάτια, αφαιρούμε τα κουκούτσια και τα πολτοποιούμε πολύ καλά. Χτυπάμε το βούτυρο με τη ζάχαρη, προσθέτουμε ένα ένα τα αυγά, ύστερα ρίχνουμε τη ζυγισμένη πούλπα του πορτοκαλιού και τελευταίο προσθέτουμε το αλεύρι, το μπέκιν, την κανέλα και το γαρύφαλο. Αδειάζουμε το μείγμα σε ένα βουτυρωμένο και αλευρωμένο τσέρκι 20 εκ., και ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180C/ 350F, μία ώρα περίπου. (Εμένα μου πήρε λίγο παραπάνω). Αφήνουμε τη βασιλόπιτα να κρυώσει και είτε πασπαλίζουμε με άχνη, είτε περνάμε λίγη μαρμελάδα (περγαμόντο έβαλα εγώ) αραιωμένη σε λίγο νεράκι, και κολλάμε επάνω σπόρους ροδιού.
Και του χρόνου με πολλή αγάπη!
Όχι ο γκόμενος καλέ, ο νέος χρόνος. Ο δύο χιλιάδες δέκατος τέταρτος, μεγάλη η χάρη του. Και πού να πήγαν άραγε οι 2013 προηγούμενοι; Πού πάει οτιδήποτε περνάει και χάνεται; Όλες οι στιγμές του παρελθόντος μας πού πάνε; Πού πάνε οι μνήμες μας; Πού πάνε τα παλιά τα όνειρά μας; Πού πάνε οι άνθρωποι που φεύγουνε για αλλού; Για άλλους πλανήτες; Για άλλους γαλαξίες; Που είναι αυτό που πια δεν είναι ορατό, δεν είναι τωρινό, δεν είναι απτό; Πού είναι αυτό που πια δεν είναι εδώ;
Άγιε μου Βασίλη,
εσύ που είσαι άγιος κι αιώνιος,
κι ακούς σ' όλες τις γλώσσες κι είσαι πάντα και παντού,
χάρη σού ζητώ, μάθε με σε παρακαλώ να δέχομαι και να αγαπώ όσα είναι και δεν είναι. Μάθε με να μ' αγαπώ για όσα είμαι και δεν είμαι. Μάθε με στην αγάπη δίχως φόβο.
Έτσι όπως μετράν τα τελευταία λεπτά ενός κύκλου 365 ημερών και κάνω προς τα μέσα μου να δω ποια είμαι και τι κάνω, βλέπω πως όταν σχετίζομαι εξ αποστάσεως νιώθω ασφαλής. Δείχνω άνετη, χαλαρή και "βολεμένη". Έχω τη δύναμη και τον έλεγχο της απόστασης. Μα μόλις η απόσταση γεφυρωθεί, κι η σχέση γίνει σύνδεση, εκεί να δεις το πανηγύρι των φόβων που στήνω εντός μου! Αρχίζουνε τα χτυποκάρδια, οι εκνευρισμοί, γίνομαι μια σταλιά μικρή κι αδύναμη, ένα κουβάρι γίνομαι που μπερδεύεται, ανακατεύεται, χάνει τον έλεγχο, και δεν πιστεύει τίποτε. Για όλα αμφιβάλλω εκτός απ' την αναμονή του τέλους: "Τώρα θα μου'ρθει, τώρα θα μου'ρθει...τώρα. Δε θα κρατήσει για πολύ, δε γίνεται. Θα γίνω γκρινιάρα, φωνακλού, πιεστική κι οι άλλοι φυσικά θα κουραστούν, θα βαρεθούν, κάτι καλύτερο θα βρουν, κάτι πιο ήσυχο και πιο νορμάλ και θα την κάνουνε. Κι εγώ θα μείνω μόνη μου να κλαίω."
Κι έτσι επιλέγω να ανοίγω τις βαλβίδες ασφαλείας μου και να κλείνω τις σχέσεις μου. Επελέγω να κλαίω μόνη μου όχι γι' αυτό που έχασα, αλλά γι' αυτό που δεν υπάρχει. Να κλαίω για ένα ιδανικό, για ένα όνειρο, για μια απουσία. Όχι για μια απόρριψη. Είναι αυτό αγάπη;
Ήμασταν, λέει, σε αγώνα δρόμου, εγώ κι η αδερφή μου, με τέρμα ένα άσπρο σπίτι, και το έπαθλο ήταν ένας άντρας που μας περίμενε στο σπίτι αυτό.
Και φτάνω πρώτη εγώ. Λαχανιασμένη, αποκαμωμένη γυρίζω το πόμολο και μπαίνω στο άδειο σπίτι, κλείνω την πόρτα πίσω μου και προχωρώ."Τα κατάφερα"!
Μπαίνω σε ένα δωμάτιο να βρω τον άντρα και τον βρίσκω ξαπλωμένο με τα μάτια κλειστά. Είναι νεκρός. Κοκκαλώνω. "Νεκρός; Τόσος αγώνας γιατί; Για ποιον έτρεχα εγώ τόση ώρα; Και τώρα;"
Τώρα δεν έχει νόημα να συνεχίσω να ζω, σκέφτομαι. Θα ξαπλώσω δίπλα του να πεθάνω.
Και κάνω δίπλα του να δω, και βλέπω το παιδικό μου κρεβατάκι με τα άσπρα καγκελάκια. Μπαίνω μέσα να ξαπλώσω, κι είμαι πια γριά στα μαύρα, με ζαρωμένο πρόσωπο. Κι όπως σηκώνω το χέρι να σβήσω το φως..."Όχι ακόμη", λέω και σηκώνομαι. "Όχι ακόμη. Θα έρθει κόσμος. Θα δει. Πρέπει να ξέρει τι έγινε και γιατί."
Και πιάνω ένα χαρτί να γράψω. Και γράφω, και κλαίω, κι όπως πέφτουνε τα δάκρυα στο χαρτί, σβήνει γραμμή γραμμή όλο το γράμμα, όλα τα "γιατί" αυτών που έγιναν. Όλα εκτός από το τελευταίο. "Για να μάθω να αγαπώ!" γράφω στο τέλος , κι αυτό μένει καθαρό.
Ακουμπώ το χαρτί στο στήθος του άντρα και κάνω να ξαπλώσω τον ύπνο του θανάτου.
Και ξυπνώ.
Άγιε μου Βασίλη,
εφέτος ένα δώρο θέλω μόνο, αλλά με αλκαλική μπαταρία διάρκειας ζωής!
Βόηθα με να μάθω να αγαπώ και κέρασμά σου όλη η βασιλόπιτα κι άλλες τόσες!
Βασιλόπιτα
από το Στέλιο Παρλιάρο
Μια βασιλόπιτα που φούσκωσε, θέριεψε και σπόρπισε στο σπίτι μυρωδιές κι αρώματα που αδύνατον να αποτυπώσω στο χαρτί
260 γρ. πορτοκάλι πούλπα
250 γρ. λιωμένο βούτυρο
400 γρ. ζάχαρη
500 γρ. αλεύρι
5 αυγά
13 γρ. μπέκιν πάουντερ
1/2 κ.γ κανέλλα
1/4 κ.γ γαρύφαλλο
Ε(χ)τέλεση
Παίρνουμε 2-3 πορτοκάλια, τα πλένουμε και τα βράζουμε για μία ώρα. Τα κόβουμε σε κομμάτια, αφαιρούμε τα κουκούτσια και τα πολτοποιούμε πολύ καλά. Χτυπάμε το βούτυρο με τη ζάχαρη, προσθέτουμε ένα ένα τα αυγά, ύστερα ρίχνουμε τη ζυγισμένη πούλπα του πορτοκαλιού και τελευταίο προσθέτουμε το αλεύρι, το μπέκιν, την κανέλα και το γαρύφαλο. Αδειάζουμε το μείγμα σε ένα βουτυρωμένο και αλευρωμένο τσέρκι 20 εκ., και ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180C/ 350F, μία ώρα περίπου. (Εμένα μου πήρε λίγο παραπάνω). Αφήνουμε τη βασιλόπιτα να κρυώσει και είτε πασπαλίζουμε με άχνη, είτε περνάμε λίγη μαρμελάδα (περγαμόντο έβαλα εγώ) αραιωμένη σε λίγο νεράκι, και κολλάμε επάνω σπόρους ροδιού.
Και του χρόνου με πολλή αγάπη!